- αβάσιμο
- неоcновано
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αναιτιάζω — 1. απαλλάσσω κάποιον από την εναντίον του κατηγορία 2. αποδεικνύω το αβάσιμο μιας κατηγορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. discolpare] … Dictionary of Greek
αναιτιότητα — η το αβάσιμο μιας κατηγορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
μπαμπούλας — ο 1. φανταστικός δαίμονας τού κακού που τόν αναφέρουν για να φοβίζουν τα μικρά παιδιά («απίστευτος μπαμπούλας που τρομάζει τα παιδιά τού χωριού») 2. (κατ επέκτ.) καθετί το οποίο προκαλεί αβάσιμο φόβο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ.… … Dictionary of Greek
ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)